ακαταγέλαστος

ακαταγέλαστος
-η, -ο (Α ἀκαταγέλαστος, -ον) [καταγέλαστος]
αυτός που δεν έχουν γελάσει εις βάρος του ή που δεν μπορεί κανείς να γελάσει εις βάρος του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακαταγέλαστος — η, ο αυτός που δε γελοιοποιήθηκε: Τελικά δεν κατάφερε να μείνει ακαταγέλαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”